- ἀργιόδους
- ἀργῐ-όδους, όδοντος, ὁ, ἡ,A white-toothed, white-tusked,
λευκοὶ ὀδόντες ἀργιόδοντος ὑός Il.10.264
, cf. Od.8.60, etc.;κύνες Il.11.292
:—also [suff] ἀργῐ-όδων, A.R.2.820.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λευκοὶ ὀδόντες ἀργιόδοντος ὑός Il.10.264
, cf. Od.8.60, etc.;κύνες Il.11.292
:—also [suff] ἀργῐ-όδων, A.R.2.820.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αργιόδους — ἀργιόδους κ. ἀργιόδων ( οντος), ο, η (Α) αυτός που έχει λευκά, αστραφτερά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. αργιόδους < αργι * + οδους < οδούς ( όντος) (πρβλ. αραιόδους, μεγαλόδους κ.ά.) και αργιόδων < αργι * + οδων < οδών, ( όντος) (πρβλ. καρχαρόδων … Dictionary of Greek
ἀργιόδους — white toothed masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιοδόντων — ἀργιόδους white toothed masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιόδοντα — ἀργιόδους white toothed masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιόδοντας — ἀργιόδους white toothed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιόδοντες — ἀργιόδους white toothed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιόδοντι — ἀργιόδους white toothed masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιόδοντος — ἀργιόδους white toothed masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιόδουσι — ἀργιόδους white toothed masc/fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιόδουσιν — ἀργιόδους white toothed masc/fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργι- — με τη μορφή αργι εμφανίζεται ως α συνθετικό αρχαίων σύνθετων λέξεων το ομηρ. επίθετο αργός* (Ι), κυρίως με τη σημασία «στιλπνός, λαμπρός» (πρβλ. αργικέραυνος) αλλά και με τη σημασία «ταχύς, γρήγορος» (πρβλ. αργίπους). Εντύπωση στη σύνθεση… … Dictionary of Greek